- πίστη
- η / πίστις, -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ιος, Α1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι κάποιος είναι αξιόχρεος, με αποτέλεσμα να τού δανείζει χρήματα ή να τού παραχωρεί εμπορεύματα χωρίς να είναι αναγκαία η άμεση καταβολή αντιτίμου, αλλ. πίστωση («πίστις μέντοι Φορμίωνι παρὰ τοῑς εἰδόσι καὶ τοσούτων καὶ πολλῷ πλειόνων χρημάτων ἐστί», Δημοσθ.)4. (κυρίως στη θεολογία) η εσώτερη πεποίθηση και η συνειδητή βεβαιότητα για την ύπαρξη πραγματικοτήτων οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποδεικτική διαδικασία τών νοητών ή αισθητικών ικανοτήτων τού ανθρώπου5. φρ. «καλή τη πίστει» — χωρίς δόλο («υπέγραψε το έγγραφο καλή τη πίστει»)νεοελλ.1. σταθερή προσήλωση, αφοσίωση σε αρχές ή δόγματα2. το θρήσκευμα, η θρησκεία στην οποία πιστεύει κανείς («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις», δημ. τραγούδι)3. η τήρηση αμοιβαίως αναγνωρισμένων υποχρεώσεων («συζυγική πίστη»)4. (νομ.-οικον.) η μεταβίβαση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου, λ.χ. ενός χρηματικού ποσού, σε ανταλλαγή με απόκτηση απαιτήσεως σε συγκεκριμένα αντικείμενα, λ.χ. ποσό χρημάτων, σε συγκεκριμένο χρόνο στο μέλλον5. φρ. α) «πίστη καλή»(νομ.) η περί εντιμότητας κοινωνική αντίληψη που ο νόμος απαιτεί στις συναλλαγές και η οποία εισήχθη στο δίκαιο από τη φιλοσοφία ως ανάγκη προσαρμογής τού νόμου στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στην ιδέα τής επιείκειαςβ) «πίστη αγροτική» — το σύνολο τών κεφαλαίων που χορηγούνται στη γεωργία, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις με τα οποία γίνεται η χορήγησή τουςγ) «πίστη καταναλωτική»(οικον.) βραχυχρόνια και μεσοχρόνια δάνεια που χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών για προσωπική κατανάλωση ή για να επαναχρηματοδοτήσουν χρέη που υπάρχουν για τέτοιους σκοπούςδ) «πίστη αλιευτική» — εξειδικευμένη μορφή πίστης που συνίσταται στην παροχή δανείων στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς και στις αλιευτικές επιχειρήσεις με σκοπό τη βελτίωση τών μεθόδων αλιείας και την αύξηση τής αλιευτικής παραγωγήςε) «πίστη ναυτική» — ειδική μορφή πίστωσης που συνίσταται στην παροχή δανείων σε ναυτιλιακούς παράγοντεςστ) «πίστη βιομηχανική» — εξειδικευμένη μορφή πίστης που συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων σε βιομηχανικές επιχειρήσειςζ) «πίστη εμπορική» — κατηγορία πίστης που αφορά το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριοη) «μού, [σού, τού] άλλαζε ή έβγαλε την πίστη» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισεθ) «μού βγήκε η πίστη» — κουράστηκα πολύ, τράβηξα τα πάνδειναι) «το σύμβολο τής Πίστεως»εκκλ. το πιστεύωια) «κακή πίστη» — κακοπιστία, δολιότητααρχ.1. αξιοπιστία, τιμιότητα («τιμιώτεροι εἰσι οἱ εὐνοῡχοι πίστιος εἵνεκεν», Ηρόδ.)2. (για πράγματα) υπόληψη («πίστιν τὰ τοιαῡτα ἔχειν τινά», Αριστοτ.)3. κατάσταση που εμπνέει εμπιστοσύνη σε κάποιον4. καθετί το οποίο παρέχει εμπιστοσύνη, όπως: α) η εγγύηση που δίνεται σχετικά με κάτι («ὅρκοις καὶ πίστεσιν ἀναγκάζειν», Αντιφ.)β) πειστικό μέσο, επιχείρημαγ) (με ειδική σημ.) επιχείρημα χρησιμοποιούμενο στη ρητορική και, ιδίως στον Αριστοτέλη, σε αντιδιαστολή προς το αποδεικτικό επιχείρημα5. καθετί που παραδίδεται σε κάποιον για να τό φυλάξει, όπως: α) παρακαταθήκηβ) πολιτική προστασία ή επικυριαρχία («Αἰτωλοὶ... δόντες αὑτοὺς είς τὴν Ρωμαίων πίστιν... τῷ τῆς πίστεως ὀνόματι πλανηθέντες», Πολ.)6. (στην Αίγυπτο) διαβατήριο7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού δέκα8. (με περιληπτ. σημ.) το σώμα τών πιστών, τών χριστιανών στο σύνολο τους9. ως κύριο όν. Πίστιςονομασία θεάς10. φρ. α) «πίστιν ἔχω περί τινος» — είμαι απόλυτα πεπεισμένος για κάτι ή έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον σχετικά με κάτιβ) «ποιοῡμαι πίστιν καὶ ὅρκια» και «τὰς πίστεις ποιοῡμαι» — συνάπτω συνθήκη με κάποιον με ανταλλαγή αμοιβαίων διαβεβαιώσεων και όρκωνγ) «πίστιν δίδωμι» — παρέχω, δίνω διαβεβαιώσειςδ) «πίστει λαμβάνω τινά» ή «πίστει καταλαμβάνω τινά» — δέχομαι κάποιον ως φίλο μετά από διαβεβαιώσειςε) «πίστιν δίδωμι καὶ λαμβάνω» — ανταλλάσσω διαβεβαιώσειςστ) «φόβων πίστις» — βεβαίωση που δίνεται εναντίον τού φόβου, ενθάρρυνσηζ) «πίστις δημοσία» — οι διαβεβαιώσεις που δίνονται σχετικά με την ασφάλεια κάποιου και, κατ' επέκτ., η ασφάλεια που παρέχεται σε κάποιονη) «οἱ κατὰ πίστιν» — οι πιστοίθ) «οἱ ἔξω τῆς πίστεως» και «οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως» — αυτοί που δεν ανήκουν στο σώμα τών πιστώνι) «οἱ ἐν πίστει ἀναπαυσάμενοι» — άνθρωποι που πέθαναν χριστιανοίια) «ὁ λόγος τῆς πίστεως» — το δόγμα τής πίστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < *πίθ-τις < θ. πιθ- τού πείθω* + επίθημα -τις, με συριστικοποίηση τού -θ- προ τού -τ- (πρβλ. πιστός). Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. πείθω].
Dictionary of Greek. 2013.